θλιφτός

θλιφτός
-ή, -ό [θλίβω]
θλιμμένος («το τραγούδι το θλιφτό», Κρυστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θλιφτός — ή, ό θλιμμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”